πειρήτιζον

πειρήτιζον
πειρητίζω
attempt
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
πειρητίζω
attempt
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πειρητίζω — Α (επικ. τ. τού πειράω, ῶ) 1. αποκτώ πείρα, δοκιμάζω, εξετάζω 2. (με απρμφ.) προσπαθώ να... («ῥήγνυσθαι μέγα τεῑχος Ἀχαιῶν πειρήτιζον», Ομ. Ιλ.) 3. (με γεν.) α) διερευνώ, βολιδοσκοπώ κάποιον β) αντιπαρατάσσομαι με κάποιον 5. φρ. α) «πειρητίζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”